- αντικολάζομαι
- ἀντικολάζομαι (Α)τιμωρούμαι για κάποιο κακό που έκανα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντικολάζεσθαι — ἀντικολάζομαι pres inf mp ἀντικολάζω punish in return pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)